θεάσασθε

θεάσασθε
θεά̱σασθε , θεάομαι
gaze at
aor imperat mp 2nd pl (attic)
θεά̱σασθε , θεάομαι
gaze at
aor imperat mp 2nd pl (doric aeolic)
θεά̱σασθε , θεάομαι
gaze at
aor ind mp 2nd pl (attic)
θεά̱σασθε , θεάομαι
gaze at
aor ind mp 2nd pl (doric aeolic)
θεά̱σασθε , θεάω
gaze at
aor imperat mid 2nd pl (attic)
θεά̱σασθε , θεάω
gaze at
aor imperat mid 2nd pl (doric aeolic)
θεά̱σασθε , θεάω
gaze at
aor ind mid 2nd pl (attic)
θεά̱σασθε , θεάω
gaze at
aor ind mid 2nd pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • κακούργημα — το (AM κακούργημα) [κακουργώ] 1. μεγάλο και βαρύ έγκλημα («η πράξη του θεωρήθηκε κακούργημα») 2. απάνθρωπη πράξη μσν. αρχ. κακό έργο, κακό τέχνασμα, δόλος, απάτη («ἔτι τούτου μεῑζον κακούργημα θεάσασθε», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”